πολύστιχος

πολύστιχος
-η, -ο / πολύστιχος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο έδαφος
αρχ.
αυτός που έχει πολλές σειρές, ο πολύστοιχος («μεγάλων εἶναι καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -στιχος (< στίχος < στείχω), πρβλ. ολιγό-στιχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύστιχος — of many lines masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστιχος — η, ο αυτός που αποτελείται από πολλούς στίχους: Τα ομηρικά έργα είναι πολύστιχα ποιήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυστιχώτατον — πολύστιχος of many lines masc acc superl sg πολύστιχος of many lines neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστίχως — πολύστιχος of many lines adverbial πολύστιχος of many lines masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστιχον — πολύστιχος of many lines masc/fem acc sg πολύστιχος of many lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστιχωτάτου — πολύστιχος of many lines masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστίχοις — πολύστιχος of many lines masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστίχου — πολύστιχος of many lines masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστίχους — πολύστιχος of many lines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστίχων — πολύστιχος of many lines masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”